χραισμηιον

χραισμηιον
    χραισμήϊον
    τό средство спасения Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χραισμηιον" в других словарях:

  • χραισμήιον — means of help neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραισμήϊον — τὸ, Α μέσο βοήθειας ή θεραπείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήϊον, ουδ. τής κατάλ. ήϊος (πρβλ. ἱερ ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • χραισμήια — χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χραίσμημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [χραισμῶ] χραισμήϊον* …   Dictionary of Greek

  • χραισμήι' — χραισμήια , χραισμήιον means of help neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»